φέγγρισμα

φέγγρισμα
φέγγρισμα, το και φάγγρισμα, το, -ατος
1. η διαφάνεια, η ημιδιαφάνεια: Το φέγγρισμα του χαρτιού.
2. το αδυνάτισμα του σώματος: Απ' την πολλή δίαιτα είδες τι φέγγρισμα έχει;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φέγγρισμα — και φάγγρισμα, το, Ν [φεγγρίζω / φαγγρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φεγγρίζω …   Dictionary of Greek

  • φάγγρισμα — το, Ν βλ. φέγγρισμα …   Dictionary of Greek

  • φάγγρισμα — το, ατος βλ. φέγγρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”