- φέγγρισμα
- φέγγρισμα, το και φάγγρισμα, το, -ατος1. η διαφάνεια, η ημιδιαφάνεια: Το φέγγρισμα του χαρτιού.2. το αδυνάτισμα του σώματος: Απ' την πολλή δίαιτα είδες τι φέγγρισμα έχει;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.